-
1 οὐκ-έτι
οὐκ-έτι, nicht mehr, nicht länger, ferner nicht, Hom. u. Folgde (vgl. μηκέτι); οὐκέτι πάμπαν, ganz u. gar nicht mehr, Il. 13, 701; οὐκέτ' ἐξ ἐλευϑέρου δέρης ἀποιμώζουσι, Aesch. Ag. 328; φρενώσω δ' οὐκέτ' ἐξ αἰνιγμάτων, 1156; οὐκέτ' ἴσχω, Soph. Phil. 1083 u. öfter; ἐπεὶ ἐξῆλϑεν, οὐκέτ' εἶδεν, El. 768; οὐκέτι ἔχω σοι λέγειν, Plat. Prot. 312 e; τ οῦτό σοι οὐκέτι οἷός τε ἔσομαι πείϑεσϑαι, Phaedr. 235 b; Xen. An. 2, 6, 3 u. öfter, u. Folgde.
-
2 φρενόω
A make wise, instruct, inform, τινα A.Pr. 337, S. Ant. 754, Tr.52, E. Ion 526 (troch.); φρενώσω δ' οὐκέτ' ἐξ αἰνιγμάτων, i.e. will teach plainly, A.Ag. 1183; poet. Verb, used by X.Mem.4.1.5; φ. τινὰ εἴς τι ib.2.6.1:—[voice] Pass., Phld.Lib.p.52 O.;πεφρενωμένος Luc. Lex.19
;φρενωθῆναι οὐδὲ πρὸς αὐτῆς τῆς Ἀθηνᾶς Jul.Or.7.225b
.II [voice] Pass., to be high-minded, elated, LXX 2 Ma.11.4, Babr.101.5.
См. также в других словарях:
φρενώ — όω, Α [φρήν, φρενός] 1. καθιστώ κάποιον σώφρονα, σωφρονίζω («φρενώσω δ οὐκέτ ἐξ αἰνιγμάτων», Αισχύλ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «φρενώσας παραλογισάμενος έξαπατήσας» 3. παθ. φρενοῡμαι, όομαι είμαι περήφανος 4. (η μτχ. παθ. παρακμ.) πεφρενωμένος, η, ον… … Dictionary of Greek